ΣΤΙΧΟΙ
1-99
Αντιγόνη (στ.1-10)
Ὦ κοινὸν αὐτάδελφον
Πολυγαπημένη μου αδελφή
Ἰσμήνης
κάρα,
Ισμήνη,
ἆρ'
οἶσθ'
άραγε ξέρεις
ὅ,τι τῶν
κακῶν αν υπάρχει καμιά από τις συμφορές
ἀπ' Οἰδίπου
που μας κληροδότησε ο
Οιδίποδας
ὁποῖον Ζεὺς οὐχὶ τελεῖ
και να μην την έστειλε ο Δίας
νῷν ζώσαν ἔτι;
ενώ ακόμα οι δύο εμείς είμαστε
στη ζωή ;
Οὐδὲν γάρ ἐστι
Γιατί τίποτε δεν υπάρχει
οὔτ' ἀλγεινὸν
ούτε επώδυνο
οὔτ' ἄτερ ἄτης οὔτ' αἰσχρὸν
ούτε ολέθριο ούτε άσχημο
οὔτ' ἄτιμον,
ούτε άτιμο
ὁποῖον ἐγὼ οὐκ ὄπωπα
που να μην έχω δεί εγώ
οὐκ
(ὄν)
να ανήκει
τῶν σῶν τε κἀμῶν κακῶν και
στα δικά σου και στα δικά μου
βάσανα.
Καὶ νῦν τί αὖ (ἐστι)
Και τώρα τι (είναι) πάλι
τοῦτο κήρυγμα
αυτή η διαταγή
(ὅ) φασι θεῖναι ἀρτίως
που λένε ότι διακύρηξε πριν από λίγο
τὸν στρατηγὸν
ο στρατηγός
πανδήμῳ πόλει;
σε όλους του πολίτες.
Ἔχεις τι κεἰσήκουσας;
Ξέρεις και έχεις ακούσει τίποτε ;
ἤ λανθάνει
σε
Ή διαφεύγει την προσοχή σου
στείχοντα πρὸς τοὺς φίλους ότι απειλούν τους αγαπημένους μας
τῶν ἐχθρῶν κακά;
συμφορές που ταιριάζουν στους εχθρούς;
Ισμήνη (στ.11-17)
Ἐμοὶ μὲν,
Ἀντιγόνη,
Σε μένα τουλάχιστο, Αντιγόνη,
οὐδεὶς μῦθος φίλων ἵκετο
καμιά είδηση για τα αγαπημένα μου
πρόσωπα δεν έφτασε
οὔθ' ἡδὺς οὔτ' ἀλγεινός,
ούτε ευχάριστη ούτε
δυσάρεστη,
ἐξ ὅτου δύο ἐστερήθημεν
αφότου δύο εμείς χάσαμε
δυοῖν ἀδελφοῖν,
τα δύο μας αδέλφια,
θανόντοιν μιᾷ
ἡμέρᾳ
που σκοτώθηκαν σε μια μέρα
διπλῇ χερί·
με αμοιβαίο φόνο.
ἐπεὶ δὲ στρατὸς Ἀργείων
Από τότε όμως που ο στρατός των
Αργείων
φροῦδός ἐστιν
τράπηκε σε φυγή
ἐν νυκτὶ τῇ νῦν,
αυτή τη νύχτα
οὐδὲν οἶδ' ὑπέρτερον
δεν ξέρω τίποτε περισσότερο
οὔτ' εὐτυχοῦσα μᾶλλον
ούτε ότι είμαι πιο ευτυχισμένη
οὐτ' ἀτωμένη.
ούτε πιο δυστυχισμένη.
Αντιγόνη (στ. 18-20)
Ἤιδη καλῶς
Ήμουν σίγουρη
καὶ τοῦτ' οὕνεκα
και για αυτό
ἐξέπεμπόν σε εκτὸς αὐλείων ζήτησα να σε
φέρω έξω από
πυλῶν,
τις πόρτες του ανακτόρου,
ὡς κλύοις μόνη.
για να τα ακούσεις μόνη.
Ισμήνη (στ. 20)
Τί δ' ἔστι;
Τι συμβαίνει λοιπόν;
δηλοῖς γὰρ καλχαίνουσ'
Γιατί είναι φανερό ότι σε
βασανίζει
ἔπος τι.
κάποια είδηση.
Αντιγόνη (στ. 21-38)
Κρέων γὰρ
Γιατί ο Κρέοντας
τὼ κασιγνήτω νῷν
από τους δύο αδελφούς μας
οὐ τὸν μὲν προτίσας (ἔχει
δεν έκρινε τον ένα άξιο ταφής,
τάφου)
τὸν δ' ἀτιμάσας ἔχει τάφου; ενώ τον άλλον τον έκρινε ανάξιο
ενταφιασμού.
Ἐτεοκλέα μέν, ὡς λέγουσι,
Τον Ετεοκλή λοιπόν, καθώς λένε,
χρησθεὶς σὺν δικαίᾳ δίκῃ
αφού του φέρθηκε με δίκαιη κρίση
καὶ νόμῳ
και σύμφωνα με το νόμο
ἔκρυψε κατὰ χθονὸς
διέταξε να τον θάψουν,
ἔντιμον τοῖς ἔνερθεν νεκροῖς, ώστε να είναι τιμημένος
μέσα στους
νεκρούς του κάτω κόσμου,
τὸν δὲ νέκυν Πολυνείκους
αλλά το πτώμα του Πολυνείκη,
θανόντα ἀθλίως
που σκοτώθηκε με τρόπο άθλιο,
φασὶν ἐκκεκηρῦχθαι ἀστοῖσι λένε ότι έχει διακηρύξει στους
πολίτες
τὸ μὴ καλῦψαι τάφῳ
να μην τον θάψει
μηδὲ κωκῦσαί τινα,
μήτε να τον θρηνήσει κανείς,
ἐᾶν δ' ἄκλαυτον,
αλλά να τον αφήσουν άκλαυτο,
ἄταφον,
άταφο,
γλυκὺν θησαυρὸν οἰωνοῖς
γλυκό θησαυρό για τα όρνια
εἰσορῶσι πρὸς χάριν βορᾶς
που λαίμαργα ψάχνουν την τροφή τους.
Τοιαῦτά φασι
Τέτοια λένε
κηρύξαντ' ἔχειν
ότι έχει διακηρύξει δημόσια
τὸν ἀγαθὸν Κρέοντα
ο καλός Κρέων
σοἰ καμοὶ
για σένα και για μένα
-λέγω γὰρ κἀμέ-
-ναί, λέω και για μένα-
καὶ νεῖσθαι δεῦρο
και ότι έρχεται εδώ
προκηρύξοντα ταῦτα σαφῆ για να διακηρύξει αυτά ώστε
να είναι
σαφή
τοῖσι μὴ εἰδόσι,
σ' αυτούς που δεν τα γνωρίζουν,
καὶ ἄγειν τὸ πρᾶγμα
και ότι θεωρεί το ζήτημα
οὐχ ὡς παρ' οὐδέν,
ὀχι ως κάτι ασήμαντο,
ἀλλὰ προκεῖσθαι
αλλά ότι περιμένει
φόνον δημόλευστον
θάνατος με δημόσιο λιθοβολισμό
ἐν πόλει,
μπροστά στους πολίτες,
ὃς ἂν δρᾷ τι τοιοῦτον
όποιον τυχὸν κάνει κάτι από αυτά.
Οὕτως ἔχει σοι ταῦτα,
Έτσι έχουν αυτά για σένα,
καὶ τάχα δείξεις,
και γρήγορα θα αποδείξεις
εἴτε πέφυκας εὐγενὴς
αν είσαι από ευγενική γενιά
εἴτε κακὴ ἐσθλῶν.
ή αν είσαι
μικρόψυχη, παρά την
αριστοκρατική
καταγωγή σου.
Ισμήνη (στ. 39-40)
Εἰ δὲ τάδ' ἐν τούτοις (ἐστί)
Αλλά αν αυτά είναι έτσι
τί, ταλαῖφρον,
τι, φτωχή μου αδελφή,
ἐγὼ προσθείμην ἂν πλέον θα μπορούσα να προσφέρω
περισσότερο
λύουσ' εἴθ'
ἅπτουσα; με το να
χαλαρώνω ή να σφίγγω
τον κόμπο (κάνοντας κάτι που δεν
έχει καμία σημασία;)
Αντιγόνη (στ.40)
Εἰ ξυμπονήσεις καὶ
Αν θα με βοηθήσεις και
ξυνεργάσῃ.
θα συνεργαστείς μαζί μου.
Ισμήνη (στ.41)
Ποῖόν τι κινδύνευμα;
Για ποια τέλος πάντων επικίνδυνη
πράξη (μιλάς);
ποῖ γνώμης
ποτ’εἶ;
Τι τάχα έχεις στο μυαλό σου;
Αντιγόνη (στ. 43)
Εἰ κουφιεῖς τὸν νεκρὸν
(Σκέψου) αν σηκώσεις τον νεκρό
ξὺν τῇδε χερί.
μ' αυτό εδώ το χέρι.
Ισμήνη (στ.44)
Ἦ γὰρ
Αλήθεια λοιπόν
νοεῖς θάπτειν σφ',
σκέπτεσαι να τον
θάψεις
ἀπόρρητον πόλει;
αν και απαγορεύεται ρητά στους
πολίτες;
Αντιγόνη (στ. 45-46)
(Νοῶ θάπτειν)
(Σκέπτομαι να θάψω)
τὸν γοῦν ἐμὸν
τον δικό μου βέβαια
καὶ τὸν σὸν ἀδελφόν,
και τον δικό σου αδελφό
ἢν σὺ μὴ θέλῃς·
έστω κι αν εσύ δεν θέλεις·
οὐ γὰρ δὴ ἁλώσομαι προδοῦσα. γιατί βέβαια δεν θα
κατηγορηθώ
ότι τον πρόδωσα.
Ισμήνη (στ.47)
Ὦ σχετλία,
Δυστυχισμένη,
(νοεῖς θάπτειν)
(σκέπτεσαι να τον θάψεις),
Κρέοντος ἀπειρηκότος
ενώ ο Κρέοντας το έχει απαγορεύσει;
Αντιγόνη (στ. 49)
Ἀλλ' οὐδὲν μέτα (=μέτεστι) αὐτῷ Αλλά αυτός δεν έχει κανένα
δικαίωμα
εἴργειν με τῶν ἐμῶν.
να με εμποδείσει να θάψω τους
δικούς μου.
Ισμήνη (στ.49-68)
Οἴμοι· φρόνησον,
Αλίμονο· θυμήσου,
ὦ
κασιγνήτη,
αδελφή μου,
ὡς ἀπεχθης δυσκλεής τε
πόσο μισητός και με κακή φήμη
νῷν ἀπώλετο πατὴρ
χάθηκε ο πατέρας μας
ἀράξας διπλᾶς ὄψεις
αφού έβγαλε τα δυο του
του μάτια
αὐτὸς αὐτουργῷ
χερί
ο ίδιος με το ίδιο του το χέρι
πρὸς ἀμπλακημάτων
για εγκλήματα
αὐτοφώρων·
που μόνος του έφερε στο φως·
ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνή,
κι έπειτα η μητέρα και σύζυγος
διπλοῦν ἔπος,
διπλό όνομα,
λωβᾶται βίον
πεθαίνει ντροπιασμένη
πλεκαταῖσιν ἀρτάναισι·
με πλεκτή θηλιά·
τρίτον δὲ δύο ἀδελφὼ
και τρίτο κακό, οι δυο μας αδελφοί
κατὰ μίαν ἡμέραν
μέσα σε μία ημέρα
αὐτοκτονοῦντε τὼ ταλαιπώρω που αλληλοσκοτώθηκαν
οι δυστυ-
χισμένοι
κατειργάσαντο κοινὸν μόρον βρήκαν αμοιβαίο θάνατο
χεροῖν ἐπαλλήλοιν.
με
χέρια που σήκωσαν ο ένας
εναντίον του άλλου.
Νῦν δ' αὖ σκόπει
Καί τώρα πάλι σκέψου
ὅσῳ κάκιστ' ὀλούμεθα
πόσο ατιμωτικά θα χαθούμε
νὼ μόνα δὴ λελειμμένα,
εμείς οι δύο που έχουμε μείνει ολομόναχες
εἰ παρέξιμεν ψῆφον
αν θα παραβούμε την απόφαση
ἢ κράτη τυράννων
ή την εξουσιά των αρχόντων
βίᾳ νόμῳ.
παραβιάζοντας τον νόμο.
Ἀλλὰ χρὴ
ἐννοεῖν τοῦτο μὲν
Αλλά πρέπει αυτό να σκέπτεσαι
ὅτι ἔφυμεν γυναῖκε
ότι δηλαδή γεννηθήκαμε γυναίκες
ὡς οὐ μαχουμένα
κι από την άλλη δεν μπορούμε να
τα βάζουμε
πρὸς
ἄνδρας·
με τους
άνδρες·
ἔπειτα δ' οὕνεκ' ἀρχόμεσθ'
έπειτα ότι κυβερνιόμαστε
ἐκ κρεισσόνων
από ισχυροτέρους
ἀκούειν καὶ ταῦτα
ώστε να υπακούμε και σ' αυτά
κἄτι (=καὶ ἔτι) ἀλγίονα τῶνδε. και σε ακόμη πιο σκληρά από
αυτά.
ἐγὼ μὲν οὖν
Εγώ τουλαχιστον
αἰτοῦσα τοὺς ὑπὸ χθονὸς αφού παρακαλέσω αυτούς που
είναι στον κάτω κόσμο
ξύγγνοιαν
ἴσχειν,
να με συγχωρήσουν,
ὡς βιάζομαι τάδε,
επειδή κάνω αυτά χωρίς τη θέλησή
μου,
πείσομαι τοῖς ἐν τέλει βεβῶσι· θα
υπακούσω στους άρχοντες·
τὸ γὰρ πράσσειν περισσὰ γιατί το να
κάνει κανείς πράγματα
ανώτερα από τις δυνάμεις του
οὐκ ἔχει οὐδένα νοῦν.
είναι ενελώς ανόητο.
Αντιγόνη (στ. 69-77)
Οὔτ' ἆν κελεύσαιμι
Ούτε θα σε παρακαλούσα
οὔτ' ἂν δρῴης ἐμοῦ μέτα
ούτε θαδεχόμουν τη σύμπραξή σου
ἡδέως γε,
με ευχαρίστηση βέβαια,
εἰ θέλοις ἔτι
πράσσειν.
αν ήθελες
ακόμη να με βοηθήσεις.
Ἀλλ' ἴσθι ὁποῖά σοι
δοκεῖ, Έχε λοιπόν όποια γνώμη θέλεις
κεῖνον δ' ἐγὼ θάψω·
εκείνον όμως εγώ θα θάψω.
καλόν μοι θανεῖν ποιούσῃ τοῦτο.
Θα είναι ωραίο για μένα να θάψω
τον αδελφό μου και να πεθάνω.
Κείσομαι μετ' αὐτοῦ φίλη
Θα κείτομαι κοντά του αγαπημένη,
φίλου μέτα,
πλάι σε αγαπημένο,
πανουργήσασ'
ὅσια·
αφού διαπράξω ιερή παρανομία.
ἐπεὶ πλείων χρόνος,
γιατί είναι μακρότερος ο χρόνος,
ὃν δεὶ μ' ἀρέσκειν
που πρέπει να είμαι αρεστή
τοῖς κάτω τῶν ἐνθάδε.
σ' αυτούς που είναι στον κάτω κόσμο παρά
σ' αυτούς που είναι εδώ πάνω στη γη.
Ἐκεῖ γὰρ κείσομαι ἀεί.
Γιατί εκεί θα βρίσκομαι αιώνια.
σοὶ δ' εἰ δοκεῖ
Αν όμως εσύ το κρίνεις σωστό,
ἀτιμάσασ' ἔχε
ας περιφρονείς
τὰ τῶν θεῶν ἔντιμα
όσα για τους θεούς είναι τίμια.
Ισμήνη (στ. 78-79)
Ἐγὼ μὲν οὐ ποιοῦμαι ἄτιμα, Εγώ
βέβαια δεν περιφορνώ (αυτά)
ἔφυν δὲ ἀμήχανος
όμως είμαι από τη φύση μου ανίκανη
τὸ δρᾶν βίᾳ πολιτῶν
να ενεργώ παρά τη θέληση των
πολιτών.
Αντιγόνη (στ. 80-81)
Σὺ μὲν προύχοι' ἂν τάδε· Αυτά βέβαια εσύ μπορείς να
προφασίζεσαι·
ἐγὼ δὲ δὴ πορεύσομαι
εγώ όμως θα πάω
χώσουσα τάφον
να σκεπάσω με χώμα
φιλτάτῳ ἀδελφῷ.
τον αγαπημένο μου αδελφό.
Ισμήνη (στ.82)
Οἴμοι ταλαίνης
Αλίμονό σου δυστυχισμένη
ὡς ὑπερδέδοικά σου.
πόσο πολύ φοβάμαι για σένα.
Αντιγόνη (στ. 83)
Μή 'μου προτάρβει
Μη φοβάσαι για μένα·
ἐξόρθου τὸν σὸν πότμον.
για τη δική σου μοίρα φρόντιζε.
Ισμήνη (στ. 84-85)
Ἀλλ' οὖν γε μηδενὶ προμηνύσῃς Τουλάχιστον βέβαια σε κανέναν
μην αποκαλύψεις
τοῦτο τοὔργον,
το έργο αυτό,
κεῦθε δὲ κρυφᾷ
αλλά να το κρατήσεις μυστικο,
σὺν δ' αὔτως ἐγώ.
το ίδιο θα κάνω κι εγώ.
Αντιγόνη (στ. 86-87)
Οἴμοι, καταύδα·
Αλοίμονο διακήρυξέ το σε όλους·
πολλὸν ἐχθίων ἔσῃ σιγῶσ',
πολύ πιο μισητή θα (μου) είσαι
αν σιωπήσεις,
ἐὰν μὴ κηρύξῃς τάδε πᾶσι
αν δεν διαλαλήσεις σε όλους αυτά
εδώ.
Ισμήνη (στ. 88)
Ἔχεις θερμὴν καρδίαν
Έχεις θερμὴ καρδιά
ἐπὶ ψυχροῖσι.
για πράγματα ψυχρά.
Αντιγόνη (στ. 89)
Ἀλλ' οἶδ' ἀρέσκουσ'
Ξέρω όμως να είμαι αρεστή
οἷς χρὴ μάλιστα ἁδεῖν με.
σ' εκείνους που πρέπει
περισσότερο
να αρέσω.
Ισμήνη (στ. 90)
Εἰ καὶ δυνήσῃ γ'·
Ναι, αν θα έχεις βέβαια τη δύναμη·
ἀλλ' ἀμηχάνων ἐρᾷς
αλλά επιδιώκεις ακατόρθωτα
πράγματα
Αντιγόνη (στ. 91)
Οὐκοῦν πεπαύσομαι
Λοιπόν θα σταματήσω,
ὅταν δὲ μὴ σθένω.
όταν πια δεν έχω δυνάμεις.
Ισμήνη (στ.92)
Ἀρχὴν δὲ οὐ πρέπει
Καθόλου όμως δεν πρέπει
θηρᾶν τἀμήχανα
να κυνηγά κανείς ακατόρθωτα
πράγματα.
Αντιγόνη (στ.93-97)
Εἰ λέξεις ταῦτα
Αν συνεχίσεις να λες αυτά,
ἐχθαρῇ μὲν ἐξ ἐμοῦ,
κι από μένα θα μισηθείς
δίκῃ δὲ προσκείσῃ ἐχθρὰ
και δίκαια θα σε μισεί για πάντα
τῷ θανόντι.
ο νεκρός.
Ἀλλ' ἔα με
Αλλά άφησε εμένα
καὶ τὴν ἐξ ἐμοῦ δυσβουλίαν και τη
δική κου αφροσύνη
παθεῖν τὸ δεινὸν τοῦτο·
να πάθουμε αυτό το κακό·
οὐ γὰρ πείσομαι οὐδὲν τοσοῦτον, γιατί τίποτα δεν θα πάθω τόσο
φοβερό,
ὥστε μὴ θανεῖν καλῶς.
ώστε να μην πεθάνω όμορφα.
Ισμήνη (στ.98-99)
Αλλὰ στεῖχε,
Πήγαινε λοιπόν
εἰ δοκεῖ σοι·
αν έτσι κρίνεις·
τοῦτο δ' ἴσθι,
αλλά να ξέρεις τούτο,
ὅτι ἔρχῃ μὲν ἄνους,
ότι δηλαδή πηγαίνεις ασυλλόγιστα,
ὀρθῶς δὲ φίλη τοῖς φίλοις. όμως αληθινά
αγαπημένη στους
αγαπημένους σου.
|
|
Πάψε, πριν τα λόγια σου γεμίσουν κι εμένα με θυμό,
|
|
μη βρεθείς και ανόητος και γέρος μαζί.
|
|
Διότι, λες πράγματα που δεν είναι ανεκτά σους θεούς, όταν
λες
|
|
ότι προνόησαν γι’ αυτόν εδώ το νεκρό .
|
|
Δηλαδή, τι από τα δύο συμβαίνει: του προσέφεραν
τεράστια τιμή, σαν να ήταν ευεργέτης,
|
ἔκρυπτον αυτόν, ὅστις αμφικίονας
|
και τον έθαψαν με χώμα εκείνον που τους περίστυλους
|
ναοὺς πυρώσων ἦλθεν κἀναθήματα
|
ναούς να κάψει ήλθε και τα αναθήματα
|
καὶ γῆν ἐκείνων καὶ νόμους διασκεδῶν;
|
και τη γη τους και τους νόμους να καταλύσει;
|
ἢ τοὺς κακοὺς τιμῶντας εἰσορᾷς θεούς;
|
Ή μήπως βλέπεις τους θεούς να τιμούςν τους κακούς;
|
|
Δεν είναι δυνατόν! Αλλά αυτά, από παλιά, του κράτους
|
|
πολίτες με δυσκολία τα ανέχονταν και μουρμούριζαν εναντίον
μου,
|
|
κουνώντας κρυφά το κεφάλι, κι ούτε κάτω από το ζυγό της
εξουσίας
|
|
έβαζαν το κεφάλι τους, όπως είναι το σωστό, ώστε να με
πειθαρχούν σ’ εμένα.
|
|
Από αυτά, γνωρίζω πολύ καλά ότι εκείνοι (οι φύλακες),
|
|
εξαγοράστηκαν και έκαναν αυτή την πράξη.
|
|
Διότι για τους ανθρώπους, σαν το χρήμα κανείς
|
|
θεσμός δεν δημιουργήθηκε τόσο κακός. Αυτό και πόλεις
|
|
κυριεύει , αυτό ανθρώπους διώχνει από τα σπίτια τους·
|
|
αυτό καθοδηγεί και διαστρέφει τη σκέψη
|
|
την ορθή των θνητών και την κάνει να στραφεί προς αισχρές
πράξεις·
|
|
κι έδειξε στους ανθρώπους να πράττουν πανουργίες
|
|
και κάθε ανόσιο έργο να γνωρίζουν.
|
|
Όσοι δωροδοκήθηκαν και έκαναν αυτές τις πράξεις
|
|
πέτυχαν να τιμωρηθούν αργά ή γρήγορα.
|
|
Αλλά, αν εξακολουθώ να σέβομαι τον
Δία,
|
|
αυτό να ξέρεις καλά και με όρκο στο λέω:
|
|
Αν τον δράστη αυτής της ταφής
|
|
δεν βρείτε και δεν μου τον φανερώσετε μπροστά στα μάτια
μου,
|
|
για σας δεν θα είναι αρκετός μόνο ο θάνατος, πριν
|
|
ζωντανοί και κρεμασμένοι ομολογήσετε αυτή την ύβρη
|
|
για να μάθετε από πού πρέπει να ζητάτε το κέρδος
|
|
και να το αρπάζετε από δω και μπρος, και να μάθετε ότι
|
|
δεν πρέπει να αγαπάτε το κέρδος, ανεξάρτητα από την
προέλευσή του.
|
|
Διότι από τα αισχρά κέρδη τους περισσότερους
|
|
θα δεις να καταστρέφονται και όχι να σώζονται.
|
|
|
|
|
|
Θα μου επιτρέψεις να μιλήσω ή να γυρίσω να φύγω χωρίς να
πω τίποτα;
|
|
|
|
|
|
Δεν ξέρεις ότι και τώρα μιλάς ενοχλητικά;
|
|
|
|
|
|
Ενοχλείσαι στα αυτιά ή στην ψυχή;
|
|
|
|
|
|
Λοιπόν, κανονίζεις πού βρίσκεται η λύπη μου;
|
|
|
|
|
|
Ο δράστης ενοχλεί τη σκέψη σου, ενώ εγώ τα αυτιά
σου.
|
|
|
|
|
|
Αλίμονο, πόσο φαίνεσαι ότι γεννήθηκες φλύαρος.
|
|
|
|
|
|
Αυτή την πράξη δεν την έκανα ποτέ.
|
|
|
|
|
|
Και βέβαια την έκανες, αφού πούλησες την ψυχή σου για
χρήματα.
|
|
|
|
|
φεῦ:
|
Αλίμονο:
είναι φοβερό να μην κατανοεί την πραγματικότητα εκείνος
που λαμβάνει τις αποφάσεις.
|
|
|
|
|
|
Κάνε τον έξυπνο! αν όμως
|
|
δεν μου φανερώσετε τους δράστες όλων αυτών, θα
παραδεχτείτε με δυνατή φωνή ότι
|
|
τα ανέντιμα κέρδη φέρνουν συμφορές.
|
|
|
|
|
|
Μακάρι να βρεθεί ο δράστης· είτε, όμως,
|
|
συλληφθεί είτε όχι –γιατί αυτό θα το κρίνει η τύχη-
|
|
δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να με δεις να έρχομαι
εδώ·
|
|
γιατί και τώρα, χωρίς να το περιμένω και να το
πιστεύω
|
|
σώθηκα και γι’ αυτό χρωστάω μεγάλη χάρη στους θεούς
|
|
Σ’εσένα μιλάω, σ’εσένα που σκύβεις το κεφάλι στη γη
|
|
ομολογείς ή αρνείσαι ότι έκανες αυτά;
|
|
|
|
|
|
Και ομολογώ και δεν αρνούμαι ότι το έκανα.
|
|
|
|
|
|
(στον φρουρό) Εσύ πήγαινε όπου θέλεις
|
|
απαλλαγμένος από τη βαριά κατηγορία·
|
|
(στην Αντιγόνη) κι εσύ λέγε χωρίς πολυλογίες, αλλά με
συντομία
|
|
γνώριζε ότι είχε δοθεί η εντολή να μην κάνεις αυτά;
|
|
|
|
|
|
Το ήξερα· πως ήταν δυνατόν να μην το ξέρω; Ήταν
πασίγνωστο.
|
|
|
|
|
|
Και τόλμησες, λοιπόν, να παραβείς αυτούς τους νόμους;
|
|
|
|
|
|
Δεν ήταν ο Δίας εκείνος που έδωσε αυτή την εντολή
|
|
ούτε η Δίκη που συνοικεί μαζί με τους κάτω θεούς
|
|
όρισε τέτοιους νόμους στους ανθρώπους.
|
|
ούτε θεωρούσα ότι έχουν τόση ισχύ οι δικές σου
|
|
εντολές, ώστε τους άγραφους και απαράβατους των θεών
|
|
νόμους να μπορείς να παραβείς, ενώ είσαι θνητός.
|
|
Γιατί ούτε σήμερα ούτε χθες, αλλά αιώνια
|
|
ζουν αυτά και κανείς δεν ξέρεις πότε φανερώθηκαν.
|
|
Γι’ αυτά εγώ δεν σκοπεύω, επειδή κανενός ανθρώπου
|
|
δεν φοβήθηκα τις αποφάσεις, από τους θεούς
|
|
να τιμωρηθώ· γιατί ξέρω καλά ότι θα πεθάνω –πώς μπορεί να
γίνει διαφορετικά; -
|
|
ακόμη και εσύ δεν είχες δώσει την εντολή. Κι αν πριν της
ώρας μου
|
|
πεθάνω, εγώ πάλι το θεωρώ κέρδος.
|
|
Γιατί, όποιος μέσα σε πολλά κακά, όπως εγώ,
|
|
ζει, πώς δεν θεωρεί κέρδος αν πεθάνει;
|
|
Έτσι, να έχω αυτή τη μοίρα
|
|
δεν με λυπεί καθόλου· αλλα αν
|
|
ανεχόμουν να μείνει άθαπτο το πτώμα του αδελφού μου από τη
δική μου μητέρα
|
|
εκείνοι θα με έκαναν να πονέσω· γι’ αυτά εδώ δεν λυπάμαι
καθόλου.
|
|
Κι αν εσύ θεωρείς ότι κάνω ανόητα πράγματα
|
|
σχεδόν θεωρούμαι ανόητη από έναν ανόητο.
|
|
|
|
|
|
Σκληρός φαίνεται ο χαρακτήρας του παιδιού που γεννήθηκε
από σκληρό πατέρα
|
|
Δεν ξέρει να υποχωρεί στα κακά.
|
|
|
|
|
|
Αλλά να ξέρεις ότι οι πιο αλύγιστοι χαρακτήρες
|
|
πιο συχνά ταπεινώνονται και τον σκληρότατο
|
|
σίδηρο που πυρακτώνεται από τη φωτιά και γίνεται άκαμπτος
|
|
θα δεις τις πιο πολλές φορές νασπάει και να ραγίζει.
|
|
Ξέρω ότι με κοντό χαλινάρι τα αγριεμένα
|
|
άλογα δαμάζονται· γιατί δεν επιτρέπεται
|
|
να πιστεύει πως είναι σπουδαίος όποιος είναι δούλος των
άλλων.
|
|
Αυτή ήξερε καλά να αυθιάζει τότε
|
|
παραβαίνοντας τους ισχύοντες νόμους·
|
|
κι αφού έκανε αυτά, αυτή ήταν και η δεύτερη
ιταμότητά της,
|
|
να καυχιέται γι’ αυτά και να χλευάζει, ενώ τα έχει
διαπράξει.
|
|
Αληθινά, δεν θα ήμουν εγώ ο άνδρας, εκείνη θα ήταν άνδρας,
|
|
αν αυτή η επίδειξη ισχύος θα έμενε ατιμώρητη.
|
|
Αλλά είτε κόρη της αδελφή μου είτε πλησιέστερη συγγενής
|
|
είναι από όλη την οικογένεια,
|
|
αυτή και η αδελφή της δεν θα γλιτώσουν
|
|
από την πιο άθλια μοίρα: γιατί κι εκείνη το ίδιο
|
|
κατηγορώ ότι σχεδίασε τούτη την κηδεία.
|
|
Φωνάξτε την· γιατί πριν από λίγο την είδα μέσα στο παλάτι
|
|
να λυσσάει και να μην ελέγχει τα λογικά της.
|
|
Συνήθως προδίδεται ως ένοχη η ψυχή
|
|
εκείνων που σχεδιάζουν παρανομίες στο σκοτάδι·
|
|
σιχαίνομαι εκείνον που συλλαμβάνεται την ώρα που κάνει το
κακό
|
|
κι έπειτα θέλει να το παρουσιάσει ως όμορφη πράξη.
|
|
|
Αντιγόνη
|
|
|
Θέλεις κάτι περισσότερο απ’ το να με θανατώσεις, αφού με
συνέλαβες;
|
|
|
Κρέων
|
|
|
Εγώ δεν θέλω τίποτα· αφού έχω αυτό, έχω τα πάντα
|
|
|
Αντιγόνη
|
|
|
Τότε γιατί καθυστερείς; γιατί από τα λόγια σου
|
|
κανένα δεν μ’ αρέσει ούτε θα μου αρέσει ποτέ·
|
|
έτσι και σε σένα τα δικά μου λόγια είναι φυσικό να σε
δυσαρεστούν.
|
|
Κι όμως, λαμπρότερη δόξα
|
|
από πού θα αποκτούσα εκτός από την ταφή του αδελφού
μου;
|
|
Όλοι αυτοί θα ομολογούσαν ότι τους είναι αρεστή η πράξη
μου,
|
|
αν τη γλώσσα τους δεν την κλείδωνε ο φόβος.
|
|
Αλλά η τυραννική εξουσία, εκτός από τα άλλα πλεονεκτήματα
που διαθέτει,
|
|
έχει τη δυνατότητα να πράττει και να λέει ό,τι θέλει.
|
|
Πατέρα, είμαι δικός σου γιος κι εσύ σκέψεις
|
|
σωστές να έχω με οδηγείς, τις οποίες εγώ θα ακολουθήσω.
|
|
Για μένα κανένας γάμος δεν είναι τόσο σπουδαίος
|
|
ώστε να τον θεωρήσω σημαντικότερο από εσένα, αφού με
καθοδηγείς σωστά.
|
|
|
|
|
|
Αυτή τη γνώμη πρέπει να έχεις, παιδί μου,
|
|
να ακολουθείς στα πάντα την πατρική συμβουλή.
|
|
Γι’ αυτό εδώ οι άνδρες εύχονται παιδιά
|
|
υπάκουα να γεννήσουν και να έχουν στο σπίτι τους,
|
|
για να εκδικούνται τους εχθρούς
|
|
και να τιμούν τον φίλο όπως ακριβώς κι ο πατέρας τους.
|
|
Όποιος όμως γεννά παιδιά που δεν tου προσφέρουν
καμία ωφέλεια,
|
|
τι άλλο μπορείς να πεις γι’ αυτόν, εκτός από το ότι βάσανα
|
|
γέννησε για τον εαυτό του και πολλά γέλια για τους
εχθρούς;
|
|
Ποτέ, παιδί μου, μη χάσεις το μυαλό σου
|
|
από έρωτα για μια γυναίκα, ξέροντας ότι
|
|
παγερό αγκάλιασμα είναι αυτό,
|
|
κακή γυναίκα σύζυγος στο σπίτι. Ποια
|
|
πληγή είναι μεγαλύτερη από έναν κακό αγαπημένο;
|
|
Αλλά περιφρονώντας την σαν να ήταν εχθρός σου, άσε
|
|
αυτό το κορίτσι παντρευτεί κάποιον στον Άδη.
|
|
Από τη στιγμή που εγώ την έπιασα επ’ αυτοφώρω
|
|
μόνη απ’ όλη την πόλη να παραβαίνει την εντολή μου,
|
|
δεν θα φανώ ψεύτης στην πόλη,
|
|
αλλά θα τη θανατώσω. Γι’ αυτά ας επικαλείται τον Δία
|
|
τον προστάτη της οικογένειας. Διότι αν στους εξ αίματος
συγγενείς
|
|
επιτρέψω να κάνουν του κεφαλιού τους, θα ανέχομαι να είναι
πολύ πιο απείθαρχοι όσοι δεν ανήκουν στην οικογένεια.
|
|
Διότι, όποιος στους οικείους του φέρεται ως άνδρας
|
|
σωστός, θα φανεί ότι και στην πόλη είναι δίκαιος.
|
|
Όποιος όμως ξεπερνά τα όρια και είτε παραβιάζει τους
νόμους
|
|
είτε σχεδιάζει να επιβάλει τη γνώμη του στους άρχοντες,
|
|
αυτός δεν θα επαινεθεί από μένα.
|
|
Αλλά όποιον ορίσει η πόλη στην εξουσία, αυτόν πρέπει να
ακούει
|
|
και στα ασήμαντα και στα δίκαια και στα αντίθετά τους.
|
|
Και εγώ μπορώ να πιστέψω ότι αυτός ο άνδρας
|
|
θέλει και να άρχει ορθά και να άρχεται σωστά,
|
|
κι αν έχει παραταχθεί στη θύελλα της μάχης
|
|
να μένει πιστός και αγαθός σύντροφος του διπλανού
πολεμιστή.
|
|
Δεν υπάρχει μεγαλύτερο κακό από την αναρχία.
|
|
Αυτή καταστρέφει κράτη, αυτή καταστρέφει
|
|
οικογένειες, αυτή τον στρατό των συμμάχων
|
|
τον κάνει να λυγίζει και να τρέπεται σε φυγή· όμως, γι’
αυτούς που μένουν σταθεροί στη θέση τους,
|
|
η υπακοή στους άρχοντες σώζει τη ζωή των περισσοτέρων
|
Οὕτως ἀμυντέ’ ἐστὶ τοῖς κοσμουμένοις.
|
Έτσι πρέπει να υπερασπιζόμαστε τους νόμους και τις
εντολές.
|
|
Και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μας νικά μια γυναίκα
|
|
Γιατί καλύτερα να μας πάρει την εξουσία ένας άνδρας, αν
πρέπει,
|
|
και να μη μας αποκαλέσουν κατώτερους από γυναίκες.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου