ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΔΙΚΑΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ
- ἂγω
εἰς δίκην ή δικαστήριον ή ἐπί τούς δικαστάς = καταγγέλλω κάποιον στο δικαστήριο
- ἀγών = δίκη δημόσια ή ιδιωτική,
δικαστικός αγώνας
- ἀγωνίζομαι
γραφήν ή δίκην =
υποστηρίζω μέχρι το τέλος κάποια υπόθεση
- αἰτία
=
κατηγορία
- αἰτίαν
ἒχω, ἐν αἰτία εἰμί, αἰτίαν
λαμβάνω = κατηγορούμαι
- ἀειφυγία = εξορία, ισόβια
- αἱρῶ = αποδεικνύω κάποιον ένοχο για
έγκλημα
- αἱρῶ
γραφήν ή δίκην =
κερδίζω δίκη
- ἁλίσκομαι
=
καταδικάζομαι για κάτι
- ἃλωσις = καταδίκη
- ἀνατίθημι = ρίχνω επάνω, αποδίδω
- ἀντιδικῶ
= είμαι
αντίδικος, προτείνω δίκη εναντίον κάποιου
- ἀντίδικος
= ο
κατήγορος ή ο κατηγορούμενος ανάλογα
- οἱ ἀντίδικοι = τα πρόσωπα που έχουν τη διαφορά
- ἀντίδοσις
=
ανταλλαγή περιουσίας (στην αρχαία Ελλάδα)
- ἀπαγωγή
=
παρουσίαση μπροστά στις αρχές και καταγγελία
- ἀπογιγνώσκω
=
αθωώνω κάποιον
- ἀπογράφω = καταγγέλλω κάποιον
- ἀπογραφή
=
αντίγραφο μηνύσεως, κατάθεση, καταγραφή
- ἀποκτείνω= καταδικάζω σε θάνατο
- ἀποκτείνω
εμαυτόν =
αυτοκτονώ
- ἀποφεύγω = απαλλάσσομαι από την
κατηγορία
- ἀποψηφίζομαί
τινός =
αθωώνω κάποιον
- ἂτιμος= όποιος στερήθηκε τα πολιτικά
του δικαιώματα
- ἀτιμῶ
= στερώ
από κάποιον τα πολιτικά του δικαιώματα
- ἀφίημι
=
απαλλάσσω από την κατηγορία
- βούλευσις= επιβουλή για τη ζωή κάποιου,
αγωγή για φόνο «εκ προμελέτης»
- γραφή
=
καταγγελία, μήνυση για δημόσιο αδίκημα
- γραφή
ξενίας =
μήνυση εναντίον κάποιου που παράνομα απέκτησε πολιτικά δικαιώματα
- γραφή
παρανόμων =
καταγγελία για παράνομες προτάσεις
- γράφομαι
=
μηνύω, καταγγέλλω κάποιον
- τό
γεγραμμένον = η
ποινή
- τά
γεγραμμένα = τα
άρθρα της μηνύσεως
- γράφω
ψήφισμα =
υποβάλλω σχέδιο νόμου
- διαγιγνώσκω
=
αποφασίζω σε κάποια δίκη
- δέομαι
καί ἱκετεύω και ἀντιβολῶ = συνήθως μαζί αυτά τα τρία ρήματα φανερώνουν
πολύ θερμή ικεσία
- διαγράφω
δίκην =
ξεγράφω από τον κατάλογο κάποια δίκη
- διαγράφομαι
δίκην =
αποσύρω τη δίκη
- διαμαρτύρομαι= κάνω ένσταση, παρουσιάζω
μάρτυρες
- δίδωμι
δίκην =
τιμωρούμαι
- Δίκη = η θεά της δικαιοσύνης
- διώκω = κάνω μήνυση εναντίον κάποιου
- ὁ διώκων = ο κατήγορος
- δοκιμάζω
=
εξετάζω και κρίνω κάποιον για δημόσιο λειτούργημα
- ἐγκαλῶ = μηνύω κάποιον στο δικαστήριο
- ἒγκλημα
=
κατηγορία, παράπονο
- εἰσαγγέλλω= μηνύω κάποιον για δημόσιο
αδίκημα
- εἰσάγω
γραφήν ή δίκην =
εισάγω στο δικαστήριο κάποια υπόθεση.
- ἐνδείκνυμι
=
μηνύω, καταγγέλλω.
- ἐξελέγχω = καταδικάζω , αποδεικνύω
ένοχο
- ἐπέξειμί
τινος =
καταδιώκω κάποιον δικαστικώς
- ἐπιδικάζω= επικυρώνω με δικαστική
απόφαση κάτι σε κάποιον
- ἐπικαλῶ = εγκαλώ = κατηγορώ
- ἐπικηρύσσω
= ορίζω
ποινή
- ἐπιμαρτύρομαι = παρουσιάζω κάποιον ως
μάρτυρα.
- ἐπισκήπτω = μηνύω κάποιον
- ἐπιστάτης = ο πρόεδρος της συνελεύσεως,
ο επιθεωρητής
- ἐπιτίθημι = βάζω πρόσθετη ποινή
- ἐπιτιμῶ = βάζω ποινή σε κάποιον
- ἐπίτιμος= αυτός που έχει όλα τα
δικαιώματα του πολίτη
- εύθυνα = τιμωρία
- εὐθύνας
δίδωμι = λογοδοτώ
- εὒνοια
=
δωροδοκία
- ζημία
= εὒθυνα = τιμωρία, πρόστιμο
- ζημίωμα
=
πρόστιμο, ποινή
- ζητέω-ῶ = ερευνώ, αναζητώ.
- ζήτησις = δικαστική έρευνα.
- ἡττάομαι-ῶμαι= χάνω τη δίκη, καταδικάζομαι
- θάνατος
=
θανατική καταδίκη με νόμο
- καθαιρέω-ῶ = καταδικάζω
- καθαίρουσα ψῆφος
=
καταδικαστική ψήφος
- καθίσταμαί
τινά
εἰς ἀγῶνα =
φέρνω κάποιον σε δίκη
- καλοῦμαί
τινά = μηνύω κάποιον
- καταγιγνώσκω
τινός τι =
καταλογίζω σε κάποιον κάτι
- καταγιγνώσκω
τινός θάνατον =
καταδικάζω κάποιον σε θάνατο
- κατακρίνω = καταδικάζω
- καταχειροτονῶ = ψηφίζω εναντίον κάποιου με
ανάταση του χεριού
- καταχειροτονῶ θάνατόν τινός = ψηφίζω το θάνατο κάποιου
- καταψηφίζομαί
τινός =
καταδικάζω κάποιον με την ψήφο μου
- καταψήφισις = καταδίκη.
- κρίνω = κατηγορώ, καταδικάζω
- κρίσις = απόφαση, δίκη
- λέγω
λόγον = (για
τον κατήγορο) = απαγγέλλω κατηγορία
- λέγω
λόγον = (για
τον κατηγορούμενο) = απολογούμαι
- μαρτύρομαι = επικαλούμαι μάρτυρα ,
διαμαρτύρομαι
- μετοίκιον = ο φόρος των ξένων που έμεναν
στην Αθήνα
- νικῶ
την δίκην =
κερδίζω τη δίκη.
- ξενικόν = ο φόρος των ξένων εμπόρων
στην Αθήνα.
- ὀφλισκάνω
δίκην = χάνω
τη δίκη
- ὀφλισκάνω
+ γεν . της αιτίας = καταδικάζομαι για…
- ὀφλισκάνω δίκην
θανάτου =
καταδικάζομαι σε θάνατο
- ὀφλισκάνω
ζημίαν =
καταδικάζομαι να πληρώσω πρόστιμο
- παράνομα
γράφω =
προτείνω πράγματα παράνομα
- παρανόμων
γραφή =
μήνυση για παράνομες προτάσεις
- παρανόμων
φεύγω =
καταγγέλλομαι για παράνομες προτάσεις
- προβούλευμα = προκαταρκτικό ψήφισμα
- προκαταγιγνώσκω= καταδικάζω κάποιον πριν
απολογηθεί
- προσκαλῶ (για κατήγορο) = καταθέτω
μήνυση
- προχειρίζομαι = ορίζω, εκλέγω, εγκαθιστώ
- σείω = συκοφαντώ
- τάττω
ζημίαν =
επιβάλλω ποινή
- τιμῶ = επιβάλλω ποινή, καταδικάζω…
- τίμησις = υπολογισμός ζημίας ή βλάβης
- τίμημα = τιμωρία, πρόστιμο
- ὑβρίζω = κακοποιώ, βιάζω, ατιμάζω,
γίνομαι υπερήφανος
- ὕβρις
=
σοβαρή σωματική κακοποίηση, προσβολή, αλαζονεία
- ὑπάγω
τινά υπό το δικαστήριον = καταγγέλλω κάποιον
- ὑπέχω
δίκην τινός = έχω
να δώσω λόγο για κάτι
- ὑποτιμῶμαι
=
προτείνω για τον εαυτό μου κατώτερη ποινή από εκείνη που πρότεινε ο
κατήγορος
http://hellenica.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου